ανεπιστατως

ανεπιστατως
    ἀνεπιστάτως
    1) невнимательно, пренебрежительно или необдуманно
    

(πρός τι Polyb.)

    ἐᾶσαί τι παρελθεῖν ἀ. Polyb. — проглядеть что-л.

    2) не задумываясь, т.е. безостановочно
    

(ἑπτὰ στίχους συνείρειν Polyb.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ανεπιστατως" в других словарях:

  • ἀνεπιστάτως — ἀνεπίστατος inattentive adverbial ἀνεπίστατος inattentive masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακολουθητικός — ή, όν, Α [παρακολουθώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρακολούθηση ή αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος για παρακολούθηση, δηλ. για κατανόηση 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παρακολουθητική η επαφή ενός ρήτορα με το ακροατήριό του. επίρρ...… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»